ὠρίζει

ὠρίζει
ὠρίζω
pres ind mp 2nd sg
ὠρίζω
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) (στο γ εν. πρόσ.) ὠρίζει «ὑπνοῑ, ὁμιλεῑ, φροντίζει, μεριμνᾷ, ἀδολεσχεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος». Το ερμήνευμα ωστόσο τού τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «ομιλώ, φροντίζω» δείχνει σύγχυση τού τ. με το ρ. ὀαρίζω «γλυκομιλώ» και τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”